Απαιτείται μεγάλη προσοχή στην υγειονομική περίθαλψη ,για να διασφαλιστεί ότι η κρίση δεν θα υπονομεύσει τη μεγαλύτερη πηγή πλούτου της χώρας. Τον ίδιο τον λαό.
Διαβάζοντας το άρθρο του έγκριτου δημοσιογράφου υγείας Αιμ. Νεγκή στον Επενδυτή την 15-16/09/12 απομονώνω κάποια σημεία του τα οποία έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
«Μια σημαντική διαρθρωτική αλλαγή στο ΕΣΥ μελετά το επιτελείο του κου Α. Λυκουρέντζου: τη σύμπραξη με τον ιδιωτικό τομέα για την ανάθεση των εργαστηριακών εξετάσεων των κρατικών νοσοκομείων. Η κυβέρνηση εκτιμά ότι μπορεί να μειωθεί το κόστος έως και κατά 70%!
Η σημαντική αυτή εξοικονόμηση θα προέλθει κυρίως από δύο πηγές:
Πρώτον από την μείωση του κόστους των αντιδραστηρίων, τα οποία στοιχίζουν στο Δημόσιο έως και 10 φορές περισσότερο από ότι στον Ιδιωτικό. Οι οικονομίες που μπορεί να επιτύχει ο ιδιωτικός τομέας είναι ασύλληπτες για το Δημόσιο.
Και δεύτερον, η έγκαιρη παράδοση των εργαστηριακών αποτελεσμάτων μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά στη γενικότερη μείωση του κόστους νοσηλείας του ΕΣΥ. Π.χ αν το αποτέλεσμα μιας εξέτασης εξαχθεί μια ή δύο ημέρες νωρίτερα, τότε αυτομάτως ο ασθενής θα χειρουργηθεί συντομότερα με τεράστια οφέλη στη μείωση του κόστους τόσο για το ΕΣΥ όσο και για τα ασφαλιστικά ταμεία (ΕΟΠΥΥ)».
«Βέβαια , η ανάθεση από τον Δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα δεν θα αφορά όλες τις εργαστηριακές εξετάσεις. Τα εργαστηριακά τμήματα των νοσοκομείων θα συνεχίσουν να διενεργούν τις εξετάσεις, τα αποτελέσματα των οποίων πρέπει να είναι άμεσα διαθέσιμα στους θεράποντες ιατρούς (π.χ. κάποιο επείγον περιστατικό).
Το μέτρο μπορεί να εφαρμοστεί αποδοτικά στις υπόλοιπες εξετάσεις, οι οποίες μπορούν να διακριθούν σε τρεις κατηγορίες (ορμόνες, καρκινικοί δείκτες, ειδικές πρωτεΐνες κλπ), σε πολλά νοσοκομειακά εργαστήρια αποτελούν το 60- 70 % του κόστους του εργαστηριακού τομέα, χωρίς να υπολογίσει κανείς το κόστος έκδοσης του αποτελέσματος, που μπορεί να ξεπερνά σε κάποιες περιπτώσεις και τον ένα μήνα.
Οι επιτελείς του ΥΥΚΚΑ εκτιμούν ότι το κόστος αυτών των αναλύσεων θα μπορούσε να περιοριστεί σε πρώτη φάση άμεσα κατά 15%- 40% του σημερινού- ποσοστό που εξαρτάται από το είδος και τον αριθμό των εξετάσεων που θα αναθέσει κάθε νοσοκομείο.
Όσον αφορά τις σπάνιες εξετάσεις, προφανώς ,δεν συμφέρει σε κάθε νοσοκομείο να αγοράσει εξοπλισμό για την διενέργεια τους».
Θα πρέπει να αναφερθεί εδώ ότι η προσπάθεια ανάθεσης εργαστηριακών εξετάσεων του ΕΣΥ σε ιδιώτες είχε γίνει από την προηγούμενη κυβέρνηση ωστόσο δεν προχώρησε. Παράλληλα με αυτή την προσπάθεια είχε διενεργηθεί μια έρευνα καταγραφής των αναλυτών και των αντιδραστηρίων που έχουν στη διάθεσή τους τα νοσοκομεία του ΕΣΥ. Αυτό με την σκέψη στο μέλλον να προωθηθεί η διαδικασία διενέργειας σχετικών διαγωνισμών με την μέθοδο κατά πράξη προκειμένου να εξασφαλιστούν καλλίτερες τιμές . Αυτό όμως παρ’ όλη την προσπάθεια δεν ολοκληρώθηκε ποτέ διότι απάντησαν μόνο τα 24 νοσοκομεία από τα 132!!!
Η οικονομοτεχνική παρουσίαση του έγκριτου δημοσιογράφου είναι σωστή.
Η ρίζα του κακού συνοψίζεται σε μικρές λεπτομέρειες.
Π.χ Το μέσο κόστος μιας αξονικής τομογραφίας σε δημόσιο νοσοκομείο είναι 73,42 ευρώ και το κρατικό τιμολόγιο πληρώνει 71,11.
Αντίστοιχα μια ακτινογραφία κοστίζει στο νοσοκομείο 5,97 και το έσοδο από αυτήν είναι 4,05.
Σε μία γενική αίματος δε το μέσο κόστος στο νοσοκομείο είναι 7,77 και πληρώνεται βάσει κρατικού τιμολογίου 2,88.
Τα ίδια και χειρότερα σε μία γενική ούρων. Κοστίζει στο νοσοκομείο 8,83 το οποίο έχει να λαμβάνει από το ταμείο του ασφαλιζόμενου 1,76.
Έτσι τα νοσοκομεία δημιουργούν χρέος.
Ωστόσο δεν μπορούμε να επικαλεστούμε ότι λύση θα ήταν να αυξήσουμε τις τιμές του ΦΕΚ πάνω από το κόστος των νοσοκομείων για να μη μπαίνουν μέσα. Τότε αυτό που θα καταφέρουμε είναι να «σπρώξουμε» προς τα εμπρός τα ασφαλιστικά ταμεία τα οποία είναι στο χείλος του γκρεμού. Αν θέλουμε να μειώσουμε το λειτουργικό κόστος πρέπει οι προμήθειες μας να λειτουργήσουν με ιδιωτικά κριτήρια.
Ο κος Νεγκής το αναφέρει ξεκάθαρα και είναι σωστό αυτό που επικαλείται «…μείωση του κόστους των αντιδραστηρίων, τα οποία στοιχίζουν στο Δημόσιο έως και 10 φορές περισσότερο από ότι στον Ιδιωτικό. Οι οικονομίες που μπορεί να επιτύχει ο ιδιωτικός τομέας είναι ασύλληπτες για το Δημόσιο.»
Θα πρέπει να προβληματιστούν στο ΥΥΚΚΑ. Γιατί ο ιδιωτικός τομέας προμηθεύεται υλικά σε κατά 10 φορές μειωμένη τιμή ενώ ο δημόσιος δεν μπορεί;
Κατ’ εμάς εκεί είναι η λύση του προβλήματος και όχι να μεταφερθούν οι εξετάσεις σε ιδιώτες.
Αν περιθωριοποιήσεις το σύστημα λειτουργίας σου ο ιδιώτης βλέποντας την μονοπωλιακή ευκαιρία θα αρχίσει να πιέζει επί της αδυναμίας σου για ακόμη μεγαλύτερες τιμές συμβάσεων και θα βρεθούμε στον ίδιο παρονομαστή.
Επίσης είναι λάθος (κατ’ εμάς), το να χρησιμοποιούνται στοιχεία που εκπίπτουν από την κοινωνική πολιτική που ασκούσε μέχρι σήμερα το ΥΥΚΚΑ ,και να τα συγκρίνουμε με την πολιτική κέρδους που εφάρμοζε και εφαρμόζει ο ιδιωτικός τομέας. Είναι ανόμοια πράγματα και οδηγούν σε λάθος συμπεράσματα και αποφάσεις.
Άλλωστε για να μπορέσεις να μεταφέρεις τις προαναφερόμενες εξετάσεις στην ιδιωτική υγεία θα πρέπει πρώτα να πληρώνεις τα χρέη σου και σήμερα ο ΕΟΠΥΥ αποδεδειγμένα δεν δύναται να το πράξει.
Αυτή είναι άλλωστε και η αιτία όπως όλα δείχνουν ,που μετά τα φάρμακα οι ασφαλισμένοι του ΕΟΠΥΥ θα κληθούν να βάλουν το χέρι στην τσέπη και για εργαστηριακές και παρακλινικές εξετάσεις.
Από την άλλη οι εκπρόσωποι των φορέων του ιδιωτικού τομέα κατηγορούν την κυβέρνηση ότι έκοψε αυθαίρετα τον προϋπολογισμό για διαγνωστικές εξετάσεις, μεταφέροντας κονδύλια στον κωδικό που αφορούσε τη φαρμακευτική δαπάνη. Όπως ήταν φυσικό ,οι εκπρόσωποι των φορέων του ιδιωτικού τομέα αντέδρασαν και αποφάσισαν και αυτοί με την σειρά τους να άρουν την πίστωση στον ΕΟΠΥΥ, όπως και οι φαρμακοποιοί. Πρακτικά δηλαδή ακυρώνεται ο φορέας.
Η στάση πληρωμών από τον ΕΟΠΥΥ θα μεταφραστεί αργά ή γρήγορα σε « λουκέτα » στον ιδιωτικό τομέα της υγείας.
Για τα μικρά συνοικιακά εργαστήρια ο ΕΟΠΥΥ αποτελεί σχεδόν αποκλειστικό πελάτη, ενώ και στις μεγάλες αλυσίδες διαγνωστικών κέντρων κατέχει μεγάλο μερίδιο.
Το δε μεγάλο ερωτηματικό είναι οι μονάδες που διατηρεί ο ΕΟΠΥΥ οι οποίες δεν λειτουργούν λόγω της αδυναμίας προμήθειας των αναλωσίμων(αντιδραστήρια κλπ). Το προσωπικό των εργαστηρίων αυτών(ακτινολογικά- ιατρικά εργαστήρια) που έχει υψηλές δυνατότητες παραγωγής χρησιμοποιείται σε αλλότρια καθήκοντα. (ακόμα και στα τηλέφωνα του 184). Είναι αντίθετο με τις οικονομικές βλέψεις του Οργανισμού να χαραμίζεται στην κυριολεξία τέτοιο παραγωγικό προσωπικό σε αλλότρια και να στέλνουμε τις εξετάσεις στον ιδιωτικό τομέα. Τουλάχιστον αν έχει αποφασιστεί αυτή τακτική ,ας ρυθμιστεί η μετακίνησή των εργαζομένων στα νοσοκομεία του ΕΣΥ που υποφέρουν από ελλείψεις προσωπικού (π.χ το μικροβιολογικό τμήμα του ΠΓΝΑ ΑΤΤΙΚΟ λειτουργεί με 4 άτομα σε 24ωρη βάση, το δε ακτινολογικό διαθέτει 3 αξονικούς αλλά ποτέ δεν μπορούν να λειτουργήσουν ταυτόχρονα λόγω έλλειψης τεχνολόγων ακτινολόγων).
Ας γίνει η πρόβλεψη μετακίνησης ενίσχυσης των νοσοκομείων του ΕΣΥ τουλάχιστον και μετά ας κοιτάξουμε και προς την μεριά της ολοήμερης λειτουργίας των νοσοκομείων (αυτό θα μας απασχολήσει στο επόμενο τεύχος).
Η ηγεσία του ΥΥΚΚΑ που παρέλαβε αυτή την κατάσταση, δεν έχει ευχέρεια διαπραγμάτευσης κάτω από αυτές τις συνθήκες χρέους. Ποιο εργαστήριο θα δεχθεί να αναλάβει τις εξετάσεις των ασφαλισμένων όταν του χρωστούν χρήματα από τα τελευταία 2 έτη χρήσης. Αυτό έχει μεταφραστεί σε στάση πληρωμών των διαγνωστικών κέντρων προς στους εργαζόμενους τους με την δικαιολογία του χρέους του ΕΟΠΥΥ, αν και είναι οι εργοδότες αυτοί που πήραν το «δώρο» από την κατάρρευση των εργασιακών δικαιωμάτων μέσω της κατάργησης των ΣΣΕ (μείωση μισθών ,κατάργηση αποζημιώσεων, ακτινολογική άδεια, ωράριο εργασίας, υποαπασχόληση κλπ).
Η ιστορία έχει δείξει ότι έτσι αθόρυβα και ύπουλα χάνονται οι άμυνες μιας κοινωνίας. Ξημερώνει μια μέρα σαν όλες τις άλλες ,όμως το κοινωνικό κράτος έχει καταρρεύσει. Και διακυβεύονται πλέον ,όλες οι αξίες και όλα τα κεκτημένα.
Έτσι αθόρυβα και ύπουλα δείχνει πως κατέρρευσε και το ΕΣΥ. Λίγες ημέρες μετά τις εκλογές του Μαΐου έπεσε σαν χάρτινος πύργος . Τα δημόσια νοσοκομεία αποδείχθηκε ότι είχαν μείνει με άδεια ταμεία και ο ΕΟΠΥΥ κήρυξε στάση πληρωμών.
Η κατάρρευση του ΕΟΠΥΥ δεν θα συμπαρασύρει μόνο την πρωτοβάθμια υγεία και τα δημόσια νοσοκομεία ,αλλά θα τινάξει στον αέρα και την ιδιωτική αγορά υγείας . Πράγμα που σημαίνει ότι εκατοντάδες ελληνικές οικογένειες που εργάζονται σε αυτές τις επιχειρήσεις θα βρεθούν στον δρόμο.
Όλες οι δομικές αλλαγές ,οι οποίες θα οδηγούσαν σε ουσιαστική εξοικονόμηση και θα δημιουργούσαν τις προοπτικές για την εξυγίανση και την επιβίωση του συστήματος ,θυσιάστηκαν στον βωμό του πολιτικού κόστους και της αδυναμίας χάραξης πολιτικής.
Μέχρι σήμερα τα νοσοκομεία εξακολουθούν να προμηθεύονται τα υλικά με απευθείας αναθέσεις.
Παράλληλα μόλις τώρα ξεκίνησε η αναδιάρθρωση του ΕΣΥ με τις συγχωνεύσεις των νοσοκομείων και των κλινικών, που θα οδηγούσαν σε ουσιαστική εξοικονόμηση πόρων. Μόλις τώρα μεταφέρθηκε από τα χαρτιά στην πράξη η ηλεκτρονική συνταγογράφηση όπως και κάθε δομική αλλαγή για τον έλεγχο της φαρμακευτικής δαπάνης. Στην πραγματικότητα ,οι τομές και οι μεταρρυθμίσεις για τις οποίες είχαμε δεσμευτεί δεν έγιναν ποτέ.
Η όποια εξοικονόμηση έγινε, επιτεύχθηκε με την εύκολη λύση των οριζόντιων περικοπών που είχαν τραγικές συνέπειες για τον Έλληνα ασθενή. Ενδεικτικό ήταν αυτό που συνέβη με τα φάρμακα υψηλού κόστους. Βγήκαν από τους προϋπολογισμούς των νοσοκομείων ,προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος των νοσοκομείων στη μείωση των δαπανών. Αποτέλεσμα: Έμειναν χωρίς φάρμακα οι ασθενείς.
Όσο δεν δημιουργούμε τις προϋποθέσεις για την αυτοτροφοδότηση και την επιβίωση του συστήματος, θα εξαρτιόμαστε απόλυτα από τους δανειστές. Η επιχειρηματολογία των υπευθύνων εξαντλείτο στο πότε θα εκταμιευτεί η επόμενη δόση. Ωστόσο ,το να μοιράζεις τα δανεικά λεφτά δεν αποτελεί χάραξη πολιτικής. Είναι ταμειακή δρομολόγηση.
Όλα τα τελευταία χρόνια, οι ιθύνοντες έπαιζαν το παιχνίδι του «μουντζούρη».
Ο ένας έριχνε την ευθύνη στον άλλο και «καιγόταν» όποιος έμενε με το τελευταίο χαρτί. Στις αρχαίες τραγωδίες υπάρχει πάντα ο «από μηχανής θεός». Στην τραγωδία που ζει σήμερα η χώρα ζητείται ο «από μηχανής ένοχος». Απλά και μόνο για να αναλάβει την ευθύνη για όλα όσα έχουν γίνει.
Ελπίζουμε η σημερινή ηγεσία να μην καταθέσει τα όπλα και να μην επωμισθεί τον ρόλο του ενόχου.
Την ίδια ώρα όμως, ας αναρωτηθούμε.
Εμείς που ήμασταν όταν συνέβαιναν;