Αποτελεί πια κοινό τόπο, όχι μόνο για τους ειδικούς, ότι το πολύπαθο και «ιερό» δικαίωμα της απεργίας βρίσκεται στη χώρα μας, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, χωρίς υπερβολή, σε «απηνή διωγμό» από τα δικαστήρια. Όπως ήδη έχει καταδειχθεί σε ημερίδα του ΔΣΑ (4.12.2003), περίπου το 95% των δικαστικών αποφάσεων αξιολογούσε τις απεργίες ως παράνομες και ταυτόχρονα(!) καταχρηστικές, διέτασσε δε τη διακοπή τους, καθώς και την παράλειψη των ιδίων ή και «παρομοίων» απεργιών στο μέλλον. Ενδεικτική της άκριτης και ουσιαστικά τυποποιημένης νομολογιακής αυτής «παραγωγής» αποτελεί δικαστική απόφαση που χαρακτήριζε την πρωτομαγιάτικη απεργία ως «παράνομη και καταχρηστική»(!).
Η στάση αυτή της νομολογίας που υιοθετούσε (και εξακολουθεί να υιοθετεί) άκριτες ερμηνευτικές contra legem θέσεις μέρους της θεωρίας είχε ως αποτέλεσμα τη νεκρανάσταση των ασφαλιστικών μέτρων κατά απεργιών που, ωστόσο, ο Ν. 1264/1982 (άρθρο 22 παρ. 4) ρητά έχει απαγορεύσει! Η νομολογιακή αυτή πρακτική κατά του δικαιώματος απεργίας οδήγησε δικαίως σε, έστω μεμονωμένη, πάντως δικαιολογημένη, αυστηρή κριτική και εκ των ένδον. Έτσι ο μεν αρεοπαγίτης Γ. Ρήγος έκανε λόγο για «φαρσοκωμωδία που εκθέτει ανεπανόρθωτα τη δικαιοσύνη» (Δίκη 2006, σ. 169) ο δε πρώην εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δ. Λινός χαρακτήρισε την απεργία ως το «πιο κακοποιημένο (προφανώς από τα δικαστήρια) δικαίωμα».Το γεγονός ότι, κατά παγιωμένη σχεδόν, πέραν ορισμένων φωτεινών εξαιρέσεων, νομολογιακή πρακτική το δικαίωμα της απεργίας τίθεται σε καθεστώς απαγόρευσης, με συνοπτικές μάλιστα διαδικασίες, προκαλεί ανάμεικτα αισθήματα έκπληξης, μελαγχολίας και οργής. Πολλώ μάλλον καθώς σήμερα το σύστημα της συλλογικής αυτονομίας βρίσκεται σε κατάσταση προϊούσας νομοθετικής αποδιάρθρωσης, με αποτέλεσμα τη σημαντική de facto αποδυνάμωσή του. Η αναπαραγωγή αυτού του νομολογιακού καθεστώτος, με πιο «βίαιο» και «άτεγκτο» τρόπο μάλιστα, εξακολουθεί να λαμβάνει χώρα σε πείσμα της βαρυσήμαντης υπ’ αριθμ. 27/2004 απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η οποία, αν δεν αγνοείται, πράγμα ανεπίτρεπτο, έπρεπε τουλάχιστον να έχει οδηγήσει τη νομολογία σε κριτικό αυτο-αναστοχασμό και αναπροσανατολισμό.
Η αξία της απόφασης αυτής έγκειται βασικά, όχι απλώς στην (έμμεση) κατάφαση του «τεκμηρίου νομιμότητας» της απεργίας αλλά κυρίως στην επέκτασή του μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και αν γινόταν δεκτό το αίτημα για διακοπή της απεργίας, πράγμα που στερείται πειστικής ερμηνευτικής βάσης, η υλοποίησή του δεν θα μπορούσε να στηριχτεί στην έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, αφού ο απεργός καλύπτεται από το «τεκμήριο νομιμότητας» μέχρι την τελεσιδικία της επίμαχης απόφασης. Τούτο δε καθώς θεωρείται ότι βρίσκεται μέχρι την τελεσιδικία σε συγγνωστή νομική πλάνη. Έτσι, ούτε ο εργοδότης μπορεί να προβεί μέχρι τότε σε απολύσεις ούτε βεβαίως προκύπτουν άλλες δυσμενείς έννομες συνέπειες, πολλώ μάλλον ποινικές (π.χ. άρθρο 232 Α Π.Κ. μη συμμόρφωση σε δικαστική απόφαση). Με άλλα λόγια, κατά την προαναφερθείσα απόφαση του Αρείου Πάγου δεν νοείται προσωρινή εκτελεστότητα της πρωτόδικης απόφασης. Σημειωτέον, εξάλλου, ότι δεν επιτρέπεται η αναγκαστική (έμμεση) μέσω απειλής χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης εκτέλεση (άρθρο 946 ΚΠολΔ), καθώς αυτό θα οδηγούσε σε παροχή απαγορευμένης από το Σύνταγμα (άρθρο 22 παρ. 4) αναγκαστικής εργασίας.
Υπό το φως των ανωτέρω επισημάνσεων, δεν είναι τόσο η καταφυγή της κυβέρνησης σ’ ένα μέτρο ακραίας καταστολής των απεργιών, που σύσσωμη η νομική επιστήμη θεωρεί αντισυνταγματικό, ούτε η απόρριψη από το ΣτΕ της αίτησης για προσωρινή αναστολή του μέτρου που εκπλήττουν — καθώς κατά τον χρόνο της «μνημονιακής κατοχής» οι παραβιάσεις, συχνά δε ακραίες, του Συντάγματος αποτελούν δυστυχώς φαινόμενο ρουτίνας. Εκείνο που ξεπέρασε κάθε όριο είναι μια ακατανόητη πια όσο και επικίνδυνη, σχεδόν ιδεοληπτική, εμμονή των δικαστηρίων της ουσίας κατά των απεργιών.
Η εγγίζουσα τα όρια της μονομανίας αυτή στάση εκφράστηκε ανάγλυφα με αφορμή τις πρόσφατες απεργίες στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Τούτο δε καθώς, αν δεν υποκρύπτει μόνο μια ανεπίτρεπτη άγνοια του νόμου, αποφεύγει παντελώς κάθε κριτική αντιπαράθεση με τη θέση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου — ανεξαρτήτως από το αν οι δικηγόροι των απεργών την επεκαλέσθηκαν. Και ναι μεν δεν υπάρχει (λόγω της προστατευομένης συνταγματικά λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας του δικαστή, έναντι εξωγενών αλλά και ενδογενών επεμβάσεων) υποχρέωση συμμόρφωσης σε απόφαση ανωτέρου ή και ανωτάτου δικαστηρίου, όταν όμως πρόκειται για απόκλιση από απόφαση, ιδίως του Ακυρωτικού, μάλιστα δε της Ολομελείας, αυτή οφείλει να είναι εμπεριστατωμένη, άρτια τεκμηριωμένη και πειστική.
Σε πείσμα ωστόσο των επισημάνσεων αυτών, το Πρωτοδικείο Αθηνών, στην περίπτωση της απεργίας της ΕΘΕΛ, δεν παρήγαγε απλώς, άκριτα και αβασάνιστα, τη γνωστή και παγιωμένη αντιαπεργιακή νομολογία. Πολύ περισσότερο, επέδειξε τέτοιο ζήλο, αποφασιστικότητα και πυγμή κατά της «έκνομης» και «αντικοινωνικής» δράσης των απεργών, ώστε εξέδωσε σχεδόν ακαριαία την απόφασή του, δίκην απαγορευμένου –ωστόσο ρητά από τον νόμο (άρθρο 22 παρ. 2 Ν. 1264/82)– και μάλιστα δραστικοτάτου ασφαλιστικού μέτρου.
Πιο συγκεκριμένα, η όλη διαδικασία που ακολουθήθηκε (κατάθεση αγωγής Σάββατο βράδυ, θυροκόλληση στην έδρα του σωματείου ώρα 21.30, έκδοση της απόφασης την Κυριακή ώρα 9.00 π.μ. (!) και άμεση παραγγελία από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για να διαπιστωθεί αν διαπράττεται το ποινικό αδίκημα της μη συμμόρφωσης σε δικαστική απόφαση) δεν πλήττει απλώς βάναυσα τη θεμελιώδη αρχή της δικαίας δίκης. Πολύ περισσότερο αποτελεί δημοκρατική και συνταγματική εκτροπή. Καταφέρει δε ένα ισχυρό πλήγμα στην ήδη αποδυναμωμένη αξιοπιστία της δικαιοσύνης σε μια περίοδο μεγάλης δοκιμασίας για τους εργαζόμενους και την κοινωνία. Πολλώ δε μάλλον, καθώς οι δικαστές, διαμαρτυρόμενοι δικαίως για τις δυσβάστακτες μισθολογικές περικοπές, σε πείσμα του προβλεπόμενου από το Σύνταγμα, ειδικού μισθολογίου τους, προέβησαν σε μία σειρά κινητοποιήσεων, οι οποίες εφόσον θα εντάσσονταν στην έννοια της απεργίας θα εστερούντο νομιμότητας (άρθρο 23 παρ. 3 Σ.). Γίνεται ευκόλως αντιληπτό ότι μια τέτοια «αξιολογική αντίφαση», πέραν του κλονισμού της αξιοπιστίας, ρίχνει νερό στο μύλο του κοινωνικού αυτοματισμού και του «ταξικού φθόνου», πράγμα που μόνο τις μνημονιακές δυνάμεις και τις καταστροφικές πολιτικές τους εξυπηρετεί.
Η βαθιά ανθρωπιστική κρίση που βιώνει η χώρα αξιώνει από τους δικαστές κριτικό αυτοαναλογισμό και ριζικό αναπροσανατολισμό, όχι μόνο στο κρίσιμο ζήτημα της απεργίας αλλά και σε κάθε περίπτωση βάναυσης προσβολής κοινωνικών δικαιωμάτων και κατάλυσης της έννομης, συνταγματικά διασφαλισμένης, εργασιακής τάξης. Στο πλαίσιο αυτό βεβαίως δεν πρέπει βαυκαλίζεται κανείς με τη ρομαντική αυταπάτη ότι θα παύσει η δικαστική εξουσία να αποτελεί κατασταλτικό μηχανισμό του αστικοδημοκρατικού –και όχι μόνο– κράτους. Αυτό, ωστόσο, δεν επιτρέπει διολίσθηση προς αυταρχικές και αντιδημοκρατικές, συχνά εξώφθαλμα αντισυνταγματικές, πρακτικές της εκτελεστικής εξουσίας. Αντιθέτως, οι δικαστές μπορούν και οφείλουν να στήσουν ανάχωμα προστασίας των εργαζόμενων και της κοινωνίας στην επελαύνουσα λαίλαπα διάλυσης του εργατικού δικαίου, αποδόμησης του κοινωνικού κράτους και καταπάτησης του Συντάγματος. Η συνταγματική διασφάλιση της προσωπικής και λειτουργικής τους ανεξαρτησίας, όσο και αν αυτή έχει σχετικοποιηθεί, και η δέσμευσή τους στην τήρηση και εφαρμογή του Συντάγματος, τους παρέχει όχι ευκαταφρόνητες εγγυήσεις και δυνατότητες για μια σταθερή και αταλάντευτη στάση προάσπισης του συμφέροντος της χειμαζόμενης κοινωνίας. Υπό το πρίσμα αυτό, επίκαιρη και διδακτική παραμένει η γνωστή θέση και προτροπή του αειμνήστου εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευάγγελου Κρουσταλάκη προς τους δικαστές να λειτουργήσουν ως «ύστατο καταφύγιο» των βαλλόμενων από την κρίση εργαζομένων στους χαλεπούς καιρούς της παγκοσμιοποίησης.
Δημήτριος Α. Τραυλός-Τζανετάτος
Ομότιμος Καθηγητής Εργατικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών